- κίδαριν
- κίδαριςPersian head-dressfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
CITARIS vel CIDARIS — Graece Κίτταρις et Κίταρις Polluci, ex Herodoto, diadema Regibus Arlneniae peculiare, nec nisi nomine fere distinctum a Persarum Tiara. Unde tiaram rectam, quam non nisi Regibus huius gentis ferre licuit, κίταριν ὀρθὴν vocat Plutarchus in… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκιδαρώ — ἀποκιδαρῶ ( όω) (Α) βγάζω την κίδαριν* από το κεφάλι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κίδαρις «κάλυμμα της κεφαλής των Περσών βασιλέων»] … Dictionary of Greek